- δαχτυλήθρα
- η (Α δακτυλήθρα)νεοελλ.1. μικρή στεφάνη, μεταλλική ή οστέινη, που εφαρμόζεται στην ακρινή φάλαγγα τού μεσαίου δαχτύλου τού χεριού και με την οποία σπρώχνεται η βελόνα στο ράψιμο2. κάθε κάλυμμα τού δαχτύλου, δερμάτινο ή από άλλη ύλη, που χρησιμοποιείται από όσους πλέκουν δίχτυα κ.ά.3. μεταλλικός κάλυκας προσαρμοσμένος στο κάτω άκρο μπαστουνιού ή ομπρέλας4. γένος αμφίβιων τής οικογένειας τών δακτυληθριδώναρχ.1. θήκη, περίβλημα τού δακτύλου (για να τό προφυλάξει από το κρύο, τα εγκαύματα ή τη βρομιά)2. είδος βασανιστικού οργάνου που συσφίγγει τον αντίχειρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < δάκτυλος + (επίθημα) -θρα- (πρβλ. αλινδήθρα, κολυμβήθρα κ.ά.).
Dictionary of Greek. 2013.